- περιπέσητε
- περιπίπτωfall aroundaor subj act 2nd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιπίπτω — ΝΜΑ μτφ. εμπίπτω, εμπλέκομαι σε μια κατάσταση, ιδίως δυσάρεστη («ὅταν πειρασμοῑς περιπέσητε ποικίλοις», ΚΔ) νεοελλ. 1. περιέρχομαι σε χειρότερη κατάσταση, καταντώ («ο άρρωστος περιέπεσε σε κώμα») 2. υποπίπτω («ο κατηγορούμενος περιέπεσε σε… … Dictionary of Greek
ИАКОВА ПОСЛАНИЕ — в составе НЗ одно из Соборных Посланий, автором к рого традиционно считается Иаков, брат Господень. Текстология Текст Послания впервые засвидетельствован в папирусных фрагментах III в. P20 (включает Иак 2. 19 3. 2, 4 9), P23 (Иак 1. 10 12, 15 16) … Православная энциклопедия